μηχανοποίητος

μηχανοποίητος
-η, -ο
αυτός που είναι κατασκευασμένος με μηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανοποιώ (πρβλ. χειροποίητος). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μηχανοποίητος — η, ο ο κατασκευασμένος με μηχανή: Μηχανοποίητα ενδύματα (αντίθ. χειροποίητος, η, ο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηχανοκάμωτος — η, ο ο μηχανοποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + καμωτός (< καμώνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”